φυτοῖς

φυτοῖς
φυτόν
plant
neut dat pl
φυτός
shaped by nature
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • INFELIX Arbor — Catoni quae nullum, Tarquitio apud Macrob. quae nigrum fert fructum. Ita enim hic in Ostentario arbor ario, Sat. l. 3. c. 20. Arbores, quea Inferum Deorum avertentiumque in tutela sunt, eas infelices nominant. Alternum sanguinem, filicem, ficum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κομώ — (I) κομῶ, άω, ιων. τ. έω (Α) [κόμη] 1. έχω μακριά μαλλιά («ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν», ΚΔ) 2. φέρομαι αλαζονικά, μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαι («κἀγὼ μὲν τοιοῡτος ἀνήρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ», Αριστοφ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • πάγκακος — η, ο (ΑΜ πάγκακος, ον) πολύ κακός, κάκιστος, μοχθηρότατος αρχ. 1. (για πράγματα) πολύ βλαβερός («τὸ ἔλαιον τοῑς μὲν φυτοῑς ἅπασιν ἐστὶ πάγκακον», Πλάτ.) 2. φρ. «πάγκακον ἧμαρ» πάρα πολύ άτυχη ημέρα (Ησίοδ.). επίρρ... παγκάκως (Α) με κάκιστο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • συμφυσιούμαι — όομαι, Α [σύμφυσις] ενώνομαι, συνάπτομαι κατά τρόπο φυσικό με κάτι, συνδέομαι με σύμφυση («ὁ ὑετὸς δένδρεσι καὶ φυτοῑς συμφυσιούμενος σῶμα ἀπεργάζεται», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

  • φυτοκόμος — ο / φυτοκόμος, ΝΜΑ, και φυτηκόμος, ον, ΜΑ νεοελλ. ειδικός που ασχολείται με την επιστημονική καλλιέργεια τών φυτών, γεωπόνος μσν. αρχ. 1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως αμπέλια 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτοκόμος κηπουρός. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”